- πανοικί
- πανοικίindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανοικεί — και πανοικί ΝΑ επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια («καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ θεῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πανοίκιος + επιρρμ. κατάλ. ί / εί (πρβλ. πανδημ εί / ί)] … Dictionary of Greek
ενοικί — ἐνοικί (Α) [ένοικος] επίρρ. στον οίκο, στην πατρίδα («τὰ εἰς κὶ διὰ τοῡ ἰώτα γράφονται πανοικί, ἐνοικί», Ηρωδιαν.) … Dictionary of Greek